airborne | |
med. | αερογόνος; αερομεταφερόμενος |
surveillance | |
gen. | συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
econ. | προφυλάκιση |
environ. | Επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση; παρακολούθηση; επαγρύπνηση |
law insur. commun. | έλεγχος' επιτήρηση |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
airborne surveillance: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |