Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Chinese
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Russian
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
by-pass
agric.
αγωγός μπάιπας
κν.
;
αγωγός παράκαμψης
;
σωλήνωση επιστροφής στο δοχείο
chem.
πλάγιο κανάλι τροφοδοσίας
construct., mun.plan., transp.
παρακαμπτήρια οδός
;
παρακαμπτήριος δρόμος
;
περιφερειακή οδός
earth.sc., mech.eng.
βοηθητικός αγωγός
;
παρακαμπτήριος
;
παράκαμψη
el., construct.
εκτροπή
mech.eng.
βοηθητική δίοδος
;
πλάγια διέξοδος
med.
εξωσωματική κυκλοφορία
tech.
παρακαμπτήρια δίοδος by-pass
transp., construct.
διώρυγα εκκενώσεως
;
διώρυγα φυγής
;
υπερχειλιστής
m
to
by-pass
el.
παρακάμπτω
English thesaurus
by-pass
abbr.
b.p.
(
Vosoni
)
mech.eng.
by-pass
by-pass
:
67 phrases
in 12 subjects
Agriculture
2
Chemistry
4
Communications
2
Earth sciences
10
Electronics
7
Finances
1
General
3
Materials science
1
Mechanic engineering
21
Municipal planning
1
Natural sciences
1
Transport
14
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips