Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
burn-off
industr., construct., met.
θερμική κοπή
met.
συρρίκνωση αμφοτέρων των στοιχείων συγκόλλησης από σύντηξη
;
συνολική ανοχή μήκους λόγω τήξεως των άκρων από το τόξο κατά την ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως άκρων δύο εξαρτημάτων
to
burn off
met.
βγάζω με φωτιά
;
καθαρίζω με φλόγα
burn off
:
4 phrases
in 1 subject
Metallurgy
4
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips