|
|
agric., industr., construct. |
άνω οδηγός καταρράκτου |
industr., construct., met. |
αναδίπλωση επιφάνειας γυαλιού |
mech.eng. |
μεταλλικό κορδόνι |
met. |
κυματισμοί m; εξογκωμένη κρούστα; ψεύτικη κρούστα |
transp. |
προστατευτικό σκέπασμα |
transp., mech.eng. |
κρίκος m; πόρπη; συνδετήρας f |
transp., mil., grnd.forc. |
πόρπη κλεισίματος |
|
|
mater.sc., met. |
λυγίζω |
mech.eng. |
εξαρθρώνω |
|
|
mater.sc., construct. |
κάμψη; κύρτωση; στρέβλωση |
transp., mater.sc. |
λυγισμός; καταπόνηση σε λυγισμό |