Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
verb
|
to phrases
broach
[brəuʧ]
n
mech.eng.
σουβλί διευρύνσεως οπών
;
γλύφανο
;
εργαλείο διάνοιξης
;
ατρακτοειδές εργαλείο εξωτερικής διάνοιξης
;
ατρακτοειδές εργαλείο εσωτερικής διάνοιξης
;
φλύφανο για κοίλο κλειδί περικοχλίων
to
broach
[brəuʧ]
n
gen.
καθάρισμα
f
transp., mater.sc.
να έλθει ακούσια εγκάρσια
;
να εκπεριστραφεί
broaching
['brəuʧɪŋ]
v
agric.
μπατάρω
κν.
;
πλευρίζω προς το κύμα
industr., construct.
διεύρυνση οπών
met., mech.eng.
διάνοιξη
transp.
αιφνίδια ανάδυση υδροπτέρυγας
English thesaurus
broach
[brəuʧ]
n
jewl.
Another term for pin. Broaches tend to have ornate designs and were often used to close cardigan sweaters.
BROACH
[brəuʧ]
abbr.
abbr., missil.
bomb royal ordnance augmented charge
(
MichaelBurov
)
abbr., scottish
Bomb Royal Ordnance Augmented Charge
(Warhead)
broach
:
52 phrases
in 5 subjects
Industry
1
Mechanic engineering
32
Medical
1
Metallurgy
16
Transport
2
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips