DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
bend [bend] n
med. καμπή; στροφή
bends n
med. ορεσιπάθεια m; νόσος των βουνών; νόσος μεγάλου υψόμετρου; νόσος Monge; νόσος Acosta; σύνδρομο Acosta; νόσος αποσυμπίεσης; νόσος δυτών; νόσος πεπιεσμένου αέρα; παράλυση δυτών; νόσος των δυτών; νόσος των άκρων και της κοιλίας σαν αποτέλεσμα της ταχείας μειώσεως της ατμοσφαιρικής πιέσεως; νόσος των αεροπόρων
bend [bend] v
agric. δέσιμο; κόμπος; σύνδεσμος
agric., mech.eng. καμπύλη
chem. μπορντούρα
fish.farm. αγκώνας αγκιστριού
hobby, agric. καμπύλη του αγκιστριού
industr., construct. βοδινό δέρμα
industr., construct., met. κύρτωση
med. κάμψη
to bend [bend] v
mech.eng. κάμπτω; λυγίζω
met. κυρτώνω
 English thesaurus
bends n
insur. At both ends
nautic. both ends (в порту погрузки и в порту выгрузки - спасибо Armagedo 4uzhoj)
BENDS abbr.
abbr., nautic. Both Ends (Load & Discharge Ports)
bend
: 141 phrases in 20 subjects
Agriculture3
Chemistry12
Coal3
Communications2
Construction2
Earth sciences4
Electronics6
Fish farming pisciculture10
Forestry3
General5
Industry18
Information technology2
Life sciences1
Materials science2
Mechanic engineering7
Medical4
Metallurgy24
Natural sciences6
Technology8
Transport19