| |||
καμπή; στροφή | |||
| |||
ορεσιπάθεια m; νόσος των βουνών; νόσος μεγάλου υψόμετρου; νόσος Monge; νόσος Acosta; σύνδρομο Acosta; νόσος αποσυμπίεσης; νόσος δυτών; νόσος πεπιεσμένου αέρα; παράλυση δυτών; νόσος των δυτών; νόσος των άκρων και της κοιλίας σαν αποτέλεσμα της ταχείας μειώσεως της ατμοσφαιρικής πιέσεως; νόσος των αεροπόρων | |||
| |||
δέσιμο; κόμπος; σύνδεσμος | |||
καμπύλη | |||
μπορντούρα | |||
αγκώνας αγκιστριού | |||
καμπύλη του αγκιστριού | |||
βοδινό δέρμα | |||
κύρτωση | |||
κάμψη | |||
| |||
κάμπτω; λυγίζω | |||
κυρτώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
At both ends | |||
both ends (в порту погрузки и в порту выгрузки - спасибо Armagedo 4uzhoj) | |||
| |||
Both Ends (Load & Discharge Ports) |
bend : 141 phrases in 20 subjects |