| |||
όρνιθα ωοπαραγωγής; ωοτόκος όρνιθα; όρνιθα ωοτόκα | |||
επίστρωμα εφυαλώματος | |||
φλέβα f | |||
επίπεδο (The protocol or protocols operating at a particular level within a protocol suite, such as IP within the TCP/IP suite) | |||
στρώση | |||
θεματικό επίπεδο | |||
καταβολάδα f | |||
στρώμα f; στιβάδα f | |||
επίστρωμα f; ράχη συγκόλλησης; στρώμα ψεκασμού; ενδιάμεσο στρώμα | |||
επιμέρους φύλλο; καπλαμάς f; φύλλο επικάλυψης | |||
| |||
στρώμα Ν | |||
στρώμα Ν; στρώμαΝ f | |||
| |||
στρωματώδης υφή | |||
λέγερινγκ | |||
πολλαπλασιασμός με καταβολάδες | |||
English thesaurus | |||
| |||
⇒ gun layer (Артиллерия) | |||
lyr | |||
layer chicken (Баян) | |||
| |||
delta-doped layer |
layer : 894 phrases in 31 subjects |