Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Maltese
Portuguese
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
carborundum
n
chem., el.
πυριτιούχος άνθρακας
;
ανθακοπυρίτιο
;
ανθρακοπυρίτιο
;
καρβίδιο πυριτίου
;
καρβίδιο του πυριτίου
industr.
καρβορούνδιο
;
κορούνδιο
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips