aanblazen | |
industr. construct. met. | φύσημα σχηματοδότησης |
met. | άναμμα υψικαμίνου |
aanspannen | |
agric. | ζεύγνυμι; ζεύω |
begrotingsjaar | |
econ. | οικονομικό έτος |
| |||
ζεύγνυμι; ζεύω | |||
| |||
φύσημα σχηματοδότησης | |||
άναμμα υψικαμίνου | |||
| |||
χάραξη της πρώτης αυλακιάς |
aan het : 1260 phrases in 59 subjects |