aanblazen | |
industr. construct. met. | φύσημα σχηματοδότησης |
met. | άναμμα υψικαμίνου |
aanspannen | |
agric. | ζεύγνυμι; ζεύω |
demonteren | |
mater.sc. construct. | αποσυναρμολογώ |
uitstappen | |
transp. | κάθοδος; κατεβαίνω από την αμαξοστοιχία; κατεβαίνω από την επιβατάμαξα |
| |||
ζεύγνυμι; ζεύω | |||
| |||
φύσημα σχηματοδότησης | |||
άναμμα υψικαμίνου | |||
| |||
χάραξη της πρώτης αυλακιάς |
aan de : 1506 phrases in 61 subjects |