2% | |
met. | συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
doelstelling | |
comp., MS | στόχος |
| |||
συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
2?C : 12 phrases in 6 subjects |
Chemistry | 3 |
Commerce | 1 |
Earth sciences | 3 |
Health care | 1 |
Information technology | 2 |
Medical | 2 |