DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
klep f
gen. Θυρόφραγμα,κλαπέτο; φρένο,πέδη m; στραγγαλιστικό επιστόμιο,ρυθμιστική δικλείδα
earth.sc., mech.eng. βαλβίδα συμπιεστή
industr., construct. γείσο
industr., construct., met. πόρτα μηχανής φουρκώ
mater.sc., mech.eng. πτερύγιο m
mech.eng. ατμοσύρτης; κύρια βαλβίδα του ρυθμιστή; ανακλινώμενο πτερύγιο; κλαπέ; κλαπέτο; βαλβίδα σε διάταξη L; πλευρική βαλβίδα
mech.eng., construct. υδατοϋψωτής
nat.sc. βαλβίδα (valvis dehiscens); σύστημα αναστολέα
transp. ράμπα φόρτωσης; πλατύσκαλο m; βαλβίδα υπερπίεσης
transp., avia. Πτερύγιο καμπυλότητας
transp., construct. δικλείδα; θυρόφραγμα; πτερύγιο δικλείδας
vleugelklep f
transp., avia. Πτερύγιο καμπυλότητας; πτερύγιο υπεραντωτικής διάταξης/EUROD
klep
: 92 phrases in 12 subjects
Agriculture2
Astronautics4
Chemistry3
Construction1
Earth sciences10
Labor law2
Materials science4
Mechanic engineering47
Medical3
Municipal planning1
Technology1
Transport14