Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Latin
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
klep
f
gen.
Θυρόφραγμα,κλαπέτο
;
φρένο,πέδη
m
;
στραγγαλιστικό επιστόμιο,ρυθμιστική δικλείδα
earth.sc., mech.eng.
βαλβίδα συμπιεστή
industr., construct.
γείσο
industr., construct., met.
πόρτα μηχανής φουρκώ
mater.sc., mech.eng.
πτερύγιο
m
mech.eng.
ατμοσύρτης
;
κύρια βαλβίδα του ρυθμιστή
;
ανακλινώμενο πτερύγιο
;
κλαπέ
;
κλαπέτο
;
βαλβίδα σε διάταξη L
;
πλευρική βαλβίδα
mech.eng., construct.
υδατοϋψωτής
nat.sc.
βαλβίδα
(valvis dehiscens)
;
σύστημα αναστολέα
transp.
ράμπα φόρτωσης
;
πλατύσκαλο
m
;
βαλβίδα υπερπίεσης
transp., avia.
Πτερύγιο καμπυλότητας
transp., construct.
δικλείδα
;
θυρόφραγμα
;
πτερύγιο δικλείδας
vleugel
klep
f
transp., avia.
Πτερύγιο καμπυλότητας
;
πτερύγιο υπεραντωτικής διάταξης/EUROD
klep
:
92 phrases
in 12 subjects
Agriculture
2
Astronautics
4
Chemistry
3
Construction
1
Earth sciences
10
Labor law
2
Materials science
4
Mechanic engineering
47
Medical
3
Municipal planning
1
Technology
1
Transport
14
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips