DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
overwinteren v
health. διαχείμαση
nat.sc. διαπαύω; πέφτω σε λήθαργο
nat.sc., agric. ξεχειμώνιασμα; διατηρώ κατά το χειμώνα; διαχειμάζω
laten overwinteren v
environ. διαχείμαση