guide | |
comp., MS | οδηγός |
kalibrering | |
gen. | προσδιορισθείσα σχέσις εξαρτήσεως μεγεθών; βαθμονόμησις |
environ. | βαθμονόμηση |
industr. | υπολογισμός κειμένου |
math. | βαθμονόμησης |
mech.eng. | διαμέτρηση; καλιμπράρισμα |
met. | τελική τύπωση |
| |||
οδηγός |
guiden Kalibrering af: 2 phrases in 1 subject |
Microsoft | 2 |