DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
blok n
gen. δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ; χυτό
agric. τρόχιλος m
agric., industr., construct. κορμός,κούτσουρο m
chem. πλακούς
commun., life.sc. μπλοκ αεροφωτογραφιών
commun., transp. κύμα f; φάλαγγα οχημάτων
construct. λιθόσωμα; μπλόκι; οικοδομικό τετράγωνο
econ. πλίνθωμα f
el. πίνακες ζεύξεως και οργάνων μετρήσεως; πύλη ζυγού ή πεδίο ζυγού; μονάδα της γεννήτριας
energ.ind. μονάδα θερμοηλεκτρικού σταθμού
fish.farm., mech.eng. μακαράς m; τροχαλία f
forestr. τμήμα δάσους
industr., construct. τανυστήρας f; επικόπανονκούτσουρο του κρεοπώλη
industr., construct., met. κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού
IT Ομάδα; Φυσική ομάδα; ορθογώνια περιοχή; πλοκάδα
IT, dat.proc. κορμός ενότητας; λογική ενότητα; φυσική εγγραφή
mech.eng. τροχαλίας f
med. αποκλεισμός m
met. αργό μέταλλο
stat. τμήμα f; Μπλόκ; κλάσις m; μπλοκ; ομάδα
blokke n
met. όγκοι πρωτογενούς χύτευσης; πλατέα πλινθώματα; πλινθώματα f
trisseblok n
gen. τροχαλία f
blok
: 181 phrases in 25 subjects
Agriculture3
Chemistry3
Communications12
Construction1
Earth sciences1
Electronics9
Energy industry1
Finances1
Fish farming pisciculture5
Food industry1
General2
Hobbies and pastimes2
Industry12
Information technology20
Life sciences1
Mathematics2
Mechanic engineering1
Medical26
Metallurgy12
Microsoft4
Natural sciences1
Obsolete / dated1
Scientific2
Statistics14
Transport44