DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
halveringstid n
gen. τιμή χρόνου υποδιπλασιασμού
el. διάρκεια ημίσεος εύρους
environ. χρόνος υποδιπλασιασμού; ημιζωή; ημίσεια ζωή; χρόνος υποδιπλασιασμού/ημιζωή/ημίσεια ζωή
nucl.pow. χρόνος ημιζωής
pharma. χρόνος ημίσειας ζωής
radioaktivhalveringstid n
gen. χρόνος υποδιπλασιασμού,ημιζωή
halveringstid
: 11 phrases in 7 subjects
Chemistry2
Earth sciences1
General2
Health care2
Medical1
Nuclear and fusion power1
Technology2