DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
sluse n
commun., el. κύκλωμα πύλης
el. προθάλαμος ελεγχόμενης ατμόσφαιρας
environ. δεξαμενή ανύψωσης σε διώρυγα; υδατοφράκτης
IT υλικό πύλης
transp., nautic., construct. δεξαμενή ρύθμισης στάθμης; θυρόφραγμα; κλεισιάς
kanalsluse n
environ. δεξαμενή ανύψωσης σε διώρυγα
sluse
: 19 phrases in 3 subjects
Construction4
Mechanic engineering1
Transport14