DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

garnfartøj

n
agric. σκάφος που αλιεύει με ιχθυοπαγίδες
fish.farm. διχτάδικο; σκάφος αλιείας με δίχτυα; αλιευτικό με δίχτυα; σκάφος με δίχτυα; σκάφος πόντισης παγίδων
drivgarnfartøj n
fish.farm. διχτάδικο

Add | Report an error | Get short URL | Language Selection Tips