DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
feriepenge n
gov. επίδομα άδειας
law, lab.law. αποζημίωση άδειας; επίδομα αδείας
belgiske feriepenge n
gen. επίδομα άδειαςβελγικό δίκαιο
feriepenge
: 1 phrase in 1 subject
Labor law1