DictionaryForumContacts

   Bulgarian
Google | Forvo | +
амортисьор form.
transp., mech.eng. αμορτισέρ; αποσβεστήρας; αποσβεστήρας κραδασμών; αποσβεστήρας κρούσεων; συσκευή απόσβεσης των κραδασμών