Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
eindigepopulasie-korreksie
adj.
math.
πεπερασμένη διόρθωση δειγματοληψίας
;
πεπερασμένη διόρθωση πληθυσμών
;
πεπερασμένος πολλαπλασιαστής
stat.
πεπερασμένος πολλαπλασιαστής
;
πεπερασμένη διόρθωση πληθυσμών
;
πεπερασμένη διόρθωση δειγματοληψίας
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips