Wörterbücher
Forum
Kontakte

   Schwedisch
Google | Forvo | +
zu Phrasen
ackordslön Abk.
Allg. αμοιβή κατ'αποκοπή
Arb.re. υπεργολαβία
Gesellsch. εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν
mark., Arb.re. αμοιβή με το κομμάτι; μισθός κατά μονάδα εργασίας
Wirtsch. αμοιβή επί τη αποδόσει
ackordslon: 3 Phrasen in 2 Thematiken
Arbeitsrecht1
Recht2