passive | |
Fin. | παθητική διαχείριση |
experimental | |
Allg. | πειραματική; πειραματικό |
array | |
Allg. | παράταξη |
Dokument. IT | διάταξη; ταξινομητική διάταξη |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
Math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
replacement | |
Allg. | διαδοχή |
Ausbild. | προσωρινός αναπληρωτής του δασκάλου |
Recht. | ανανέωση |
Stat. | αντικατάσταση |
| |||
παθητικός | |||
| |||
παθητική διαχείριση | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
pass. (mood Vosoni) | |||
pas; pass | |||
In surveillance, an adjective applied to actions or equipments which emit no energy capable of being detected. (FRA) |
passive : 205 Phrasen in 30 Thematiken |