Comité pour l'adaptation au progrès technique | |
Recht. Pharma. | Επιτροπή για την Προσαρμογή των Οδηγιών στην Τεχνική Πρόοδο; Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο |
ET | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
scientifique | |
regier. | επιστημονικός υπάλληλος |
dé | |
Bauw. | κονίαμα εδράσεως |
geow. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Hobby | ζάρι; κύβος |
Industr. Bauw. Metall. | κυβικά υαλοθραύσματα |
landwirt. | βάση εκ σκυροδέματος |
lait | |
Wirtsch. | γάλα |
directive | |
Wirtsch. | οδηγία |
Au | |
Nahrungsind. Chem. | Ε175 |
méthode | |
Umwelt | μέθοδος |
| |||
Επιτροπή για την Προσαρμογή των Οδηγιών στην Τεχνική Πρόοδο; Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών |
Comite pour l'adaptation au progres technique et scientifique de la directive relative aux methodes: 2 Phrasen in 2 Thematiken |
Allgemeine Lexik | 1 |
Politik | 1 |