telephone | |
Allg. | τηλεφωνώ |
el. | τηλεφωνική εγκατάσταση; τηλεφωνική συσκευή; τηλεφωνική σύνδεση; τηλεφωνικό κέντρο |
input | |
el. | είσοδος |
Fin. | συντελεστής παραγωγής |
IT Tech. | Είσοδος |
landwirt. Industr. | εισερχόμενο; λίπασμα |
Maschinenb. el. | απορροφούμενη ισχύς |
Med. | ...εισαγωγής |
| |||
τηλεφωνώ | |||
| |||
τηλεφωνική εγκατάσταση; τηλεφωνική συσκευή; τηλεφωνική σύνδεση; τηλεφωνικό κέντρο | |||
τηλέφωνο | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
tele |
telephone input : 2 Phrasen in 1 Thematik |
Kommunikation | 2 |