System | |
micr. | Σύστημα |
system | |
Allg. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
geow. Maschinenb. | θερμοδυναμικό σύστημα |
Industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
Med. | σύστημα |
ground controlled approach system | |
Verk. | σύστημα ελέγχου με ραντάρ από το έδαφος |
system ground-controlled-approach system : 1 Phrase in 1 Thematik |
Verkehr | 1 |