| |||
| θυγατρική f | |||
| θυγατρική f (A company controlled by another company or corporation) | |||
| θυγατρική εταιρεία; ελεγχόμενη εταιρεία; εξαρτημένη εταιρεία | |||
| |||
| θυγατρικές | |||
| εισαγωγικό μέρος; συμπλήρωμα n; εισαγωγικές σελίδες | |||
|
subsidiary : 123 Phrasen in 25 Thematiken |