strongback | |
Verk. | ενίσχυση; ενισχυτικό δομικό στοιχείο |
array | |
Allg. | παράταξη |
Dokument. IT | διάταξη; ταξινομητική διάταξη |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
Math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
ενίσχυση f; ενισχυτικό δομικό στοιχείο |