separate | |
Allg. | διαχωρίζω; ξεχωριστή; ξεχωριστό; ξεχωριστός |
Kommunik. | ανάτυπο; ξεχωριστός' χωριστός |
component | |
Allg. | εξάρτημα |
Bauw. | δομικό στοιχείο |
Maschinenb. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
Med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
micr. | στοιχείο |
Verk. | στοιχείο |
Verk. mater. | συνιστώσα δύναμη |
separate component : 5 Phrasen in 3 Thematiken |
Elektronik | 3 |
Kommunikation | 1 |
Landwirtschaft | 1 |