sampling | |
Med. | δειγματοληψία |
Stat. | δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος |
Umwelt | δειγματοληψία |
phase detector | |
el. | διευκρινιστής συχνότητας; συγκριτής φάσης; φωρατής φάσης; φωρατής φάσεων |
| |||
δειγματoληψία | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
δειγματοληπτική μέθοδος; δειγματοληψία' επιλογή δείγματος | |||
ελεγκτική δειγματοληψία | |||
| |||
δειγματοληψία | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
samp | |||
The retrieval for analysis of material known or suspected to have been employed in a chemical, biological, radiological or nuclear attack or to have arisen from release other than attack |
sampling phase : 3 Phrasen in 1 Thematik |
Statistik | 3 |