propellant | |
Chem. | καύσιμο προωθητικό υλικό; προωστική ύλη; προωστικό |
Industr. | προωθητικό μέσο |
Nahrungsind. Chem. | προωστικός παράγων |
Umwelt | προωθητικό; προωστική ύλη; προωθητικό /προωστική ύλη; προωθητικό |
Verk. Luftf. Energiewirts. | προωθητικό |
tank | |
Allg. | δεξαμενή |
| |||
καύσιμο προωθητικό υλικό; προωστική ύλη; προωστικό | |||
προωθητικό μέσο; προωθητήριο; προωθητική ύλη | |||
προωστικός παράγων | |||
προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη | |||
προωθητικό | |||
| |||
προωθητικό; προωστική ύλη | |||
| |||
προωστικοί παράγοντες | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
prop |
propellant: 55 Phrasen in 10 Thematiken |
Allgemeine Lexik | 11 |
Chemie | 21 |
Energiewirtschaft | 1 |
Industrie | 3 |
Kohle | 2 |
Maschinenbau | 2 |
Medizin | 1 |
Technik | 1 |
Umwelt | 6 |
Verkehr | 7 |