practical | |
Allg. | πρακτική; πρακτικό; πρακτικός |
Extraction | |
Kommunik. | Εξαγωγή |
extraction | |
geow. Maschinenb. | εξαγωγή,αφαίρεση |
Med. | εκχύλιση; εξαγωγή; αφαίρεση |
Umwelt | εξόρυξη; αφαίρεση; εκρίζωση; εκχύλιση; εξαγωγή |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
reporting | |
Allg. | αναφορά |
Fin. Gesellsch. | δήλωση εντολών; κοινοποίηση εντολών |
Forst | λογιστική; αναφορά δραστηριοτήτων επιχείρησης |
Gesellsch. | υποβολή στοιχείων |
Hand. | μάρκετιγκ μετά τις πωλήσεις |
mark. | κατάθεση αποτελεσμάτων; κατάθεση λογαριασμών |
micr. | δημιουργία αναφορών |
language | |
micr. | γλώσσα |
| |||
πρακτικές ασκήσεις | |||
| |||
πρακτική; πρακτικό; πρακτικός | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
pract | |||
| |||
Placebo-Controlled Randomized ACE Inhibition Comparative Trial In Cardiac Infarction And Left Ventricular Function |
practical : 50 Phrasen in 19 Thematiken |