powertrain | |
Verk. bodentr. Maschinenb. | σύστημα ισχύος |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
module | |
Energiewirts. | ηλιακή μονάδα |
Industr. Bauw. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
Maschinenb. | διαμετρικό βήμα; μέτρο; μέτρο οδοντώσεως; μοντούλ |
| |||
σύστημα ισχύος | |||
συγκρότημα πρότασης |