picoammeter | |
Tech. el. | πικοαμπερόμετρο |
module | |
Energiewirts. | ηλιακή μονάδα |
Industr. Bauw. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
Maschinenb. | διαμετρικό βήμα; μέτρο; μέτρο οδοντώσεως; μοντούλ |
| |||
πικοαμπερόμετρο n |