peripheral device | |
IT Datenverarb. | περιφερειακή συσκευή; περιφερειακό |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
περιφερειακή συσκευή; περιφερειακό | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
PD (Vosoni) |