partition | |
Allg. | διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος |
Bauw. | πέτασμα; χώρισμα |
IT | διαμέριση |
IT Tech. | τμήμα |
landwirt. | διαχωρισμός |
Maschinenb. | τοίχωμα |
micr. | διαμέρισμα |
Verk. | μπουλμπές |
handles | |
Med. | χειρολαβές; χερούλια |
handling | |
Allg. | χειρισμοί |
landwirt. | μεταφορά και αποθήκευση υλικών |
Maschinenb. | χειρισμός μηχανής |
Med. | επέμβαση; χειρισμός |
Recht. Fin. Steuer. | αποδοχή προϊόντων εγκλήματος |
Verk. Industr. Bauw. | μεταχείριση |
program | |
IT Tech. | προγραμματίζω |
Med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
micr. | πρόγραμμα |
| |||
διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος | |||
πέτασμα; χώρισμα | |||
κατανέμω | |||
διαμέριση; περιοχή | |||
τμήμα | |||
διαχωρισμός; διαχωριστικό | |||
τοίχωμα | |||
διαμοιράζω διαμοίρασα; χωρίζω χώρισα; διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum); μεμβράνη (septum) | |||
διαμέρισμα (A section of space on a physical disk that functions as if it were a separate disk) | |||
αναγκαστική διανομή; διαμερισμός; κατανομή; τεμαχισμός | |||
μπουλμπές; διάφραγμα | |||
διαίρεση | |||
| |||
διαμερισμός | |||
εργασίες εσωτερικών χωρισμάτων | |||
επιμερισμός | |||
τμηματοποίηση | |||
διαχωρισμός | |||
χωρισμός | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
ptn | |||
prtn | |||
part |
partition : 122 Phrasen in 26 Thematiken |