parallel input/output | |
IT | παράλληλη είσοδος/έξοδος |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
παράλληλη είσοδος/έξοδος |
parallel : 7 Phrasen in 4 Thematiken |
Elektronik | 1 |
Handel | 1 |
Maschinenbau | 2 |
Verkehr | 3 |