![]() |
| Overflow | |
| micr. | Υπερχείλιση |
| overflow | |
| Allg. | εκχείλιση |
| Industr. Bauw. | ξεχείλισμα; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; ξεχειλίζω |
| IT | υπερροή |
| Med. | αριθμητική υπερχείλιση |
| Metall. Maschinenb. | φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης |
| rate | |
| Allg. | τιμή; ημερήσιο σφάλμα ώρας |
| Energiewirts. | μοναδιαία τιμή; τιμή μονάδας |
| Fin. | συναλλαγματική ισοτιμία; συντελεστής μετατροπής; τιμή μετατροπής |
| |||
| εκχείλιση f | |||
| εκχειλιστής m; φράγμα n | |||
| ξεχείλισμα n; υπερπλήρωση f; υπερχείλιση f | |||
| προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου | |||
| υπερροή | |||
| εκχυλιστής m; υπερχειλιστής | |||
| αριθμητική υπερχείλιση | |||
| φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης | |||
| στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης | |||
| |||
| ξεχειλίζω; υπερεκχειλίχω f | |||
| |||
| Υπερχείλιση f (The accessibility description for the progressive disclosure chevron in a drop-down list) | |||
| |||
| στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης | |||
| Englisch Thesaurus | |||
| |||
| ovflo | |||
|
overflow : 72 Phrasen in 18 Thematiken |