Overflow | |
micr. | Υπερχείλιση |
overflow | |
Allg. | εκχείλιση |
Industr. Bauw. | ξεχείλισμα; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; ξεχειλίζω |
IT | υπερροή |
Med. | αριθμητική υπερχείλιση |
Metall. Maschinenb. | φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης |
liquor | |
kohl. Metall. | αμμωνιακόν ύδωρ |
Med. | διάλυμα; ρευστή ουσία; υγρό; ρευστό |
liquoring | |
landwirt. Chem. | προσθήκη γλυκαντικών και αρωματικών ουσιών |
| |||
εκχείλιση f | |||
εκχειλιστής m; φράγμα n | |||
ξεχείλισμα n; υπερπλήρωση f; υπερχείλιση f | |||
προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου | |||
υπερροή | |||
εκχυλιστής m; υπερχειλιστής | |||
αριθμητική υπερχείλιση | |||
φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης | |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης | |||
| |||
ξεχειλίζω; υπερεκχειλίχω f | |||
| |||
Υπερχείλιση f (The accessibility description for the progressive disclosure chevron in a drop-down list) | |||
| |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
ovflo |
overflow : 72 Phrasen in 18 Thematiken |