| |||
εκχείλιση | |||
εκχειλιστής; φράγμα f | |||
ξεχείλισμα f; υπερπλήρωση; υπερχείλιση | |||
προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου | |||
υπερροή | |||
εκχυλιστής; υπερχειλιστής m | |||
αριθμητική υπερχείλιση | |||
φρεάτιο εξαερισμού; φρεάτιο υπερχείλισης | |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης υπερπλήρωσης | |||
| |||
ξεχειλίζω; υπερεκχειλίχω | |||
| |||
Υπερχείλιση (The accessibility description for the progressive disclosure chevron in a drop-down list) | |||
| |||
στόμιο εξαγωγή υπερχείλισης | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
ovflo |
overflow : 72 Phrasen in 18 Thematiken |