operator | |
Fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
Hand. | επιχείρηση |
Hand. Fin. | επιχειρηματίας |
IT Tech. | τελεστής |
Kommunik. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
Med. | χειριστής |
Verk. Luftf. | αερομεταφορέας |
zero | |
Allg. | μηδέν |
mutation | |
Med. | μετάλλαξη; μεταλλαγή |
Pharma. Umwelt | μετάλλαξη/μεταλλαγή |
| |||
χρηματιστής m; δικαιούχοι και φορείς | |||
τελεστής ή εκτελεστής | |||
υπεύθυνος επιχείρησης | |||
επιχείρηση f | |||
επιχειρηματίας m | |||
τελεστής f | |||
τηλεφωνήτρια f; τηλεφωνητής m; χειρίστρια f | |||
χειριστής m; γονίδιο χειριστής | |||
τελεστής f (A sign or symbol that specifies the type of calculation to perform within an expression. There are mathematical, comparison, logical, and reference operators) | |||
φορέας λειτουργίας | |||
αερομεταφορέας m; εκμεταλλευόμενος; φορέας εκμετάλλευσης; εκμεταλλευόμενος αερομεταφορέας | |||
| |||
μεταποιητές | |||
| |||
Χειριστές m | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
o | |||
A person, organization or enterprise engaged in or offering to engage in an aircraft operation. | |||
op; oper; opr; or |
operator : 567 Phrasen in 39 Thematiken |