| |||
ανοίγω; ανοικτή; ανοικτό; σε ετοιμότητα συναλλαγής | |||
| |||
άνοιγμα; πέραμα; πόρος | |||
λανθασμένη αποσύνδεση; λανθασμένη απόζευξη | |||
είσοδος ιχθυοπαγίδας; στόμιο διχτυού τράτας | |||
εκσκαφή | |||
διάκενον,ξέφωτο; άνοιγμα αύλακος; αρχίζει να οργώνει; ξεκίνημα οργώματος | |||
οπή λίπανσης; θέση λίπανσης | |||
άνοιγμα (orificium, ostium); οπή (orificium, ostium); τρήμα (orificium, ostium); στόμιο (orificium, ostium); όστιο (orificium, ostium) | |||
πέρασμα | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
c.o.b. (Vosoni) | |||
| |||
O |
opening: 360 Phrasen in 34 Thematiken |