![]() |
| |||
κατευθυντική τομή; χαμηλή σφηνοειδής εντομή | |||
εντομή; εγκοπή,εντορμία,μόρσο | |||
εγκοπή; οδόντωση | |||
τομή ρίψεως | |||
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής; βλητροδόχη | |||
εντομή (incisura); εγκοπή (incisura); χαραγή (incisura); χαράσσω χάραξα; χαρακώνω χαράκωσα | |||
| |||
δοντιάζω; εγκόπτω; εντέμνω | |||
ανοίγω εγκοπές; κάνω εντομές |
notch: 170 Phrasen in 17 Thematiken |