multiple | |
Allg. | πολλαπλή |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
Kommunik. | πολλαπλό |
Kommunik. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
analog components | |
IT | Αναλογικά συστατικά |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
πολλαπλό | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple analog component : 1 Phrase in 1 Thematik |
Kommunikation | 1 |