monitoring | |
Allg. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
Med. | έλεγχος; παρακολούθηση |
Tech. Maschinenb. | επιτήρηση |
Umwelt | παρακολούθηση; έλεγχος; παρακολούθηση/έλεγχος |
circuit | |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός |
| |||
συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση | |||
έλεγχος; παρακολούθηση | |||
επιτήρηση | |||
παρακολούθηση/έλεγχος | |||
έλεγχος συμπεριφοράς | |||
| |||
παρακολούθηση; έλεγχος | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
montrg |
monitoring circuit: 1 Phrase in 1 Thematik |
Elektronik | 1 |