modular | |
IT | αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη |
Automation | |
micr. | αυτοματισμός |
automation | |
IT | αυτοματισμός |
controller | |
geow. Maschinenb. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
Kommunik. Verk. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
landwirt. | χειριστήριο |
Maschinenb. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
modu | |||
mod |
modular : 62 Phrasen in 17 Thematiken |