modular | |
IT | αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη |
Arithmetic | |
Wirtsch. | Αριθμητική |
arithmetic | |
Ausbild. | αριθμητική |
circuit | |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
Kommunik. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
| |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
modu | |||
mod |
modular : 62 Phrasen in 17 Thematiken |