| |||
κεντρικός ρυθμιστής κυκλοφορίας; κύριος ρυθμιστής κυκλοφορίας | |||
κέντρο ελέγχου | |||
κύριος ρυθμιστής | |||
χειροκίνητος διακόπτης ελέγχου; κεντρικό χειριστήριο ηλεκτράμαξας | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
MC |
master controller : 1 Phrase in 1 Thematik |
Kommunikation | 1 |