logging | |
Forst | συγκομιδή ξύλου |
IT | τήρηση αρχείου ημερολογίου |
landwirt. | υλοτομία |
after | |
Allg. | μετά από; μετά |
trip | |
Fischz. | αλιευτικό ταξίδι |
geow. el. | να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος; να ανοίξει |
Gesellsch. gesundh. | ταξίδι; τριπ |
Maschinenb. | συμπλέκτης καστάνιας; μηχανισμός καστάνιας |
| |||
συγκομιδή ξύλου | |||
τήρηση αρχείου ημερολογίου | |||
υλοτομία f | |||
καταγραφή f (The process of recording actions that take place on a computer, network, or system) | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
ldg |
logging : 101 Phrase in 15 Thematiken |