intelligent | |
Allg. | ευφυές; ευφυής |
remote | |
Allg. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
Kommunik. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
implementation | |
Allg. | απολογισμός εφαρμογής |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
Kommunik. IT Energiewirts. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
Recht. | εφαρμογή |
System | |
micr. | Σύστημα |
system | |
Allg. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
geow. Maschinenb. | θερμοδυναμικό σύστημα |
Industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
Med. | σύστημα |
| |||
ευφυές; ευφυής | |||
έξ́υπνο | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
sharp (He is very sharp with numbers) |
intelligent : 92 Phrasen in 18 Thematiken |